σχεδία

σχεδία
σχεδία
Grammatical information: f.
Meaning: 1. `raft' (Od., Att., hell. pap.), `pontoon-bridge' (Hdt., A. in lyr.), `frame' (Ath. Mech.). 2. `cramp, clip' (Ph. Byz.).
Other forms: ion. -ίη
Compounds: As 1. member in σχεδι-ουργός m. `raft-builder' (Them.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Attractive proposal by Bq s.v.: substantiv. of an adj. σχεδία (ναῦς, γέφυρα), f. from σχέδιος (s. σχεδόν), if not rather an abstract-(collective-)formation in -ία from σχεδόν (cf. κλισία, οἰκία, ἑστία) "*unprepared formation, improvisation". But the semantics is not convinving. Not with Curtius a.o. (s. Scheller Oxytonierung 62) from σχέδη, which, if at all authentic, is a loan from Lat. scheda (s. σχίζω). -- In the sense of `clamp, clasp' in Ph. Byz. σχεδία can be understood as a deliberate transformation of the old word on the basis of a direct connection with σχεῖν `hold' (Scheller l.c.).
Page in Frisk: 2,837

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σχεδία — σχεδίᾱ , σχέδιος near fem nom/voc/acc dual σχεδίᾱ , σχέδιος near fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σχεδίᾱ , σχεδία raft fem nom/voc/acc dual σχεδίᾱ , σχεδία raft fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχεδίᾳ — σχεδίᾱͅ , σχέδιος near fem dat sg (attic doric aeolic) σχεδίαι , σχεδία raft fem nom/voc pl σχεδίᾱͅ , σχεδία raft fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχεδία — Πλωτό μέσο, που αποτελείται γενικά από δοκούς και σανίδες συνενωμένες με σχοινιά και χρησιμεύει για τη μεταφορά προσώπων, ζώων και εμπορευμάτων. Συνήθως η σ. έχει σχήμα περίπου τετράγωνο, χωρίς τοιχώματα και, για τη διευκόλυνση της πλευστότητας,… …   Dictionary of Greek

  • σχεδία — η πλεούμενο πρόχειρα κατασκευασμένο από ξύλα δεμένα μεταξύ τους: Πέρασαν το ποτάμι με σχεδία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σχέδια — σχέδιος near neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινούμενα σχέδια — Κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές ταινίες, στην κατασκευή των οποίων χρησιμοποιούνται ακολουθίες κατάλληλα σχεδιασμένων σκίτσων, φωτογραφιών ή ηλεκτρονικών σκίτσων, των οποίων η ταχύτατη διαδοχική προβολή δημιουργεί στον θεατή την ψευδαίσθηση της… …   Dictionary of Greek

  • σχεδίας — σχεδίᾱς , σχέδιος near fem acc pl σχεδίᾱς , σχέδιος near fem gen sg (attic doric aeolic) σχεδίᾱς , σχεδία raft fem acc pl σχεδίᾱς , σχεδία raft fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχεδίαι — σχεδίᾱͅ , σχέδιος near fem dat sg (attic doric aeolic) σχεδία raft fem nom/voc pl σχεδίᾱͅ , σχεδία raft fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχεδίαν — σχεδίᾱν , σχέδιος near fem acc sg (attic doric aeolic) σχεδίᾱν , σχεδία raft fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχεδιάσας — σχεδιά̱σᾱς , σχεδιάζω do fut part act fem acc pl (doric) σχεδιά̱σᾱς , σχεδιάζω do fut part act fem gen sg (doric) σχεδιάσᾱς , σχεδιάζω do aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχεδιᾶς — σχεδιᾶ̱ς , σχεδιάζω do fut ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”